- μεθυτρόφος
- μεθυ-τρόφος, Wein ziehend, nährend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μεθυτρόφος — μεθυτρόφος, ον (Α) (για την άμπελο) αυτός που παράγει κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
μεθυτρόφε — μεθυτρόφος producing wine masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθυ — το (Α μέθυ, υος) νεοελλ. 1. κάθε μεθυστικό ποτό 2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ αρχ. 1. το κρασί 2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ … Dictionary of Greek